- μαγειρίσκιον
- μαγειρίσκιον, τὸ (Α)αργυρό σκεύος με ιδιάζουσα μορφή και κατασκευή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαγειρίσκος. Τη λ. έχει δανειστεί η λατ. (πρβλ. magiriscium «το σκεύος που χρησιμοποιεί ο μάγειρος»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.